- ὀλιγιστάκις
- ὀλῐγ-ιστάκις [pron. full] [ᾰ], Adv.A most seldom, opp. πλειστάκις, prob. in Gal.18(1).649.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολιγιστάκις — ὀλιγιστάκις (Α) επίρρ. πολύ σπάνια, σπανιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγιστος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πλειστ άκις)] … Dictionary of Greek
-κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… … Dictionary of Greek